colorito
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colorito | coloriti |
colorito (it) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
colorito | coloriti |
colorito (it) αρσενικό