combattant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | combattant | combattants |
θηλυκό | combattante | combattantes |
combattant (fr)
- o μαχητής, ο αγωνιστής, ο πολεμιστής