combattif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | combattif | combattifs |
θηλυκό | combattive | combattives |
combattif (fr)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- combatif (παραδοσιακή ορθογραφία)