combinaison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
combinaison | combinaisons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
combinaison (fr) θηλυκό
- ο συνδυασμός
- η κομπινεζόν