Μετάβαση στο περιεχόμενο

combinaison

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
combinaison combinaisons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

combinaison (fr) θηλυκό

  1. ο συνδυασμός
  2. η κομπινεζόν