Μετάβαση στο περιεχόμενο

comboio

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
comboio comboios

comboio (pt) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • de comboio - (ταξιδεύοντας, πηγαίνοντας) με το τρένο