come in
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επιφώνημα
[επεξεργασία]come in (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | come in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes in |
αόριστος | came in |
παθητική μετοχή | come in |
ενεργητική μετοχή | coming in |
come in (en)
- μπαίνω σε ένα δωμάτιο ή σε ένα κτίριο
- βγαίνω, έρχομαι, τελειώνω έναν αγώνα σε μια συγκεκριμένη θέση
She came in first.
- Βγαίνει πρώτη.
I came in first/last.
- Ήρθα πρώτος/τελευταίος.
- παρεμβαίνω, παίρνω μέρος σε μια συζήτηση
Stop coming in to this conversation!
- Πάψε να παρεμβαίνεις στη συζήτησή μας!
Πηγές
[επεξεργασία]- come in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286, 337, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός, έρχομαι, περνώ