Μετάβαση στο περιεχόμενο

come up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας come up
γ΄ ενικό ενεστώτα comes up
αόριστος came up
παθητική μετοχή come up
ενεργητική μετοχή coming up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
come up <  δείτε τις λέξεις come και up

come up (en)

  1. βγαίνω, ανατέλλω, για τον ήλιο
      The sun just came up.
    Μόλις βγήκε ο ήλιος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη rise
  2. προκύπτω
      A small obstacle came up.
    Προέκυψε μια μικρή δυσχέρεια.
  3. έρχομαι, κάτι αναφέρεται ή συζητείται
      Your issue is coming up for discussion tomorrow.
    Η υπόθεσης σου έρχεται για συζήτηση αύριο.
  4. κοντεύω
      Easter is coming up now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη near
  5. περνάω, ρυθμίζω κάτι μέσα σε δικαστήριο ή επιτροπή
      I come up before a disciplinary committee.
    Περνώ από πειθαρχικό συμβούλιο.
      I come up before a judge.
    Περνώ από δίκη.
     συνώνυμα:  come before και go before
  6. έρχομαι κοντά κάποιου, προχωρώ προς κάποιον, για να του μιλήσω
      He came up to me and said…
    Ήρθε κοντά μου και είπε…