comfort food

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: comfort, food

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

comfort food (en) ενικός
ως κατηγορία τροφίμων μόνο στον ενικό
για διαφορετικά τρόφιμα και πληθυντικός: comfort foods

  • και στα ελληνικά χρησιμοποιείται το αγγλικό ουσιαστικό
    νόστιμο φαγητό που ετοιμάζεται και τρώγεται σχετικά εύκολα (πχ στο χέρι ή τουλάχιστον όχι επίσημη κουζίνα) και έχει αρκετούς υδατάνθρακες (όχι ότι πιο υγιεινό, διότι οι υδατάνθρακες πρέπει να απελευθερώνονται σταδιακά στο αίμα [πχ πολύσπορο μαύρο ψωμί] και όχι απότομα [καταπόνηση οργάνων, μικρή διάρκεια ζωής των σταθερών καταναλωτών] - έμφαση στην νοστιμιά και την ευκολία κατανάλωσης και όχι στην υγεία)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συνήθως ο πληθυντικός αποφεύγεται με εναλλακτική διατύπωση.
πχ comfort food like so-and-so vs so-and-so are comfort foods