Μετάβαση στο περιεχόμενο

comic strip

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

comic strip (en)

  1. σεκάνς καρέ κόμικ, αλληλουχία σχεδίων κόμικ
  2. τα κόμικς