comique
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
comique | comiques |
comique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
comique | comiques |
comique (fr) αρσενικό ή θηλυκό