Μετάβαση στο περιεχόμενο

commemorate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας commemorate
γ΄ ενικό ενεστώτα commemorates
αόριστος commemorated
παθητική μετοχή commemorated
ενεργητική μετοχή commemorating

commemorate (en)

  • εορτάζω, τιμώ τη μνήμη κάποιου
      During Christmas we commemorate the birth of Christ.
    Τα Χριστούγεννα εορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού.

Σύνθετα

[επεξεργασία]