commit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kəˈmɪt/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας commit
γ΄ ενικό ενεστώτα commits
αόριστος committed
παθητική μετοχή committed
ενεργητική μετοχή committing

commit (en)

  1. διαπράττω, κάνω (έγκλημα, αμαρτία, σφάλμα)
    εκφράσεις: commit suicide: αυτοκτονώ
  2. (+ to, upon) παραδίδω
  3. παραπέμπω (σε δίκη)
  4. εκθέτω, βάζω σε κίνδυνο
  5. (πληροφορική) κάνω μόνιμες τις μεταβολές (αλλαγές, τροποποιήσεις) που εκκρεμούν
    → δείτε τη λέξη changeset
  6. (βάσεις δεδομένων) εντολή (statement) που ολοκληρώνει μιά συναλλαγή (transaction) και καθιστά μόνιμες τίς μεταβολές της στη βάση δεδομένων[1][2]
     αντώνυμα: abort, roll back, (ουσιαστικό) rollback
    δείτε επίσης: commit (data management) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • commit στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, 31, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
  2. Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 227. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17