commit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | commit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commits |
αόριστος | committed |
παθητική μετοχή | committed |
ενεργητική μετοχή | committing |
commit (en)
- διαπράττω, κάνω (έγκλημα, αμαρτία, σφάλμα)
- (+ to, upon) παραδίδω
- παραπέμπω (σε δίκη)
- εκθέτω, βάζω σε κίνδυνο
- (πληροφορική) κάνω μόνιμες τις μεταβολές (αλλαγές, τροποποιήσεις) που εκκρεμούν
- → δείτε τη λέξη changeset
- (βάσεις δεδομένων) εντολή (statement) που ολοκληρώνει μιά συναλλαγή (transaction) και καθιστά μόνιμες τίς μεταβολές της στη βάση δεδομένων[1][2]
- ≠ αντώνυμα: abort, roll back, (ουσιαστικό) rollback
- δείτε επίσης: commit (data management) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
commit στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) Michael J. Franklin, «Concurrency Control and Recovery», σελ. 2, 31, University of Meryland. Προσπέλαση 2020-03-12
- ↑ Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 227. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17