committed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
committed (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
committed (en)
committed (en)
committed (en)