commute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
commute (en)
- πηγαινοέρχομαι[1]
- διακινούμαι ενδοαστικά ανάμεσα σε σταθερούς προορισμούς
- αντιμεταθέτω
- ελαττώνω ποινή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
commute (en)
- εργοδιακίνηση, το να πηγαινοέρχομαι στη δουλειά (σπίτι/δουλειά)