comp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comp (en)
- (οικείο) διαγωνισμός για ένα βραβείο (competition)
- (οικείο) (ΗΒ) → δείτε τη λέξη comprehensive (school)
- (οικείο) πρόσθετο (complimentary) εισιτήριο ή αντικείμενο
- (οικείο) μια εταιρία (company)
- (οικείο) ηλεκτρονικός υπολογιστής (computer), ειδικά υπολογιστής γραφείου (desktop computer)
Ρήμα
[επεξεργασία]comp (en) (comping)
- αμερικανισμός, συντομογραφία του accompany (συνοδεύω), που εκφράζει το ακομπανιαμέντο (ρυθμικό παίξιμο συγχορδιών που συνοδεύει ένα σόλο)