comp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

comp (en)

  1. (οικείο) διαγωνισμός για ένα βραβείο (competition)
  2. (οικείο) (ΗΒ) → δείτε τη λέξη  comprehensive (school)
  3. (οικείο) πρόσθετο (complimentary) εισιτήριο ή αντικείμενο
  4. (οικείο) μια εταιρία (company)
  5. (οικείο) ηλεκτρονικός υπολογιστής (computer), ειδικά υπολογιστής γραφείου (desktop computer)

Ρήμα[επεξεργασία]

comp (en) (comping)

  1. αμερικανισμός, συντομογραφία του accompany (συνοδεύω), που εκφράζει το ακομπανιαμέντο (ρυθμικό παίξιμο συγχορδιών που συνοδεύει ένα σόλο)