compétence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
compétence compétences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

compétence (fr) θηλυκό