comparable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | comparable |
συγκριτικός | more comparable |
υπερθετικός | most comparable |
Επίθετο[επεξεργασία]
comparable (en)
- εφάμιλλος, παρεμφερής, είναι παρόμοιο με κάποιον ή κάτι άλλο και μπορεί να συγκριθεί
Πηγές[επεξεργασία]
- comparable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 348, 667. ISBN 9780194325684., λήμμα: εφάμιλλος, παρεμφερής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
comparable | comparables |
Επίθετο[επεξεργασία]
comparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό