Μετάβαση στο περιεχόμενο

comparable

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός comparable
συγκριτικός more comparable
υπερθετικός most comparable

Επίθετο

[επεξεργασία]

comparable (en)

  • εφάμιλλος, παρεμφερής, είναι παρόμοιο με κάποιον ή κάτι άλλο και μπορεί να συγκριθεί
      Nothing is comparable to this.
    Τίποτα δεν είναι εφάμιλλο μ' αυτό.
      in comparable cases - σε παρεμφερείς περιπτώσεις
      Our house is not comparable to yours.
    Το σπίτι μας δε συγκρίνεται με το δικό σας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη similar



      ενικός         πληθυντικός  
comparable comparables

Επίθετο

[επεξεργασία]

comparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό