Μετάβαση στο περιεχόμενο

comparaison

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
comparaison comparaisons

comparaison (fr) θηλυκό