comparatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- comparatif < λατινική comparativus
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | comparatif | comparatifs |
θηλυκό | comparative | comparatives |
comparatif (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη comparer