compare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας compare
γ΄ ενικό ενεστώτα compares
αόριστος compared
παθητική μετοχή compared
ενεργητική μετοχή comparing

Ρήμα[επεξεργασία]

compare (en)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Βενετικά (vec)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

compare < λατινική compatrem, αιτιατική του compater
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κουμπάρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

compare (vec) αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

compare < λατινική compatrem, αιτιατική του compater

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /komˈpa.re/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

compare (it) αρσενικό (θηλυκό comare)

  1. ο νονός
  2. ο κουμπάρος
  3. (κατʼ επέκταση) ως προσφώνηση: φιλαράκος
  4. (κατʼ επέκταση) συνεργάτης

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • compare - Vocabolario Treccani online, Istituto dell'Enciclopedia Italiana.