compartimentage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compartimentage | compartimentages |
compartimentage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
compartimentage | compartimentages |
compartimentage (fr) αρσενικό