compensate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | compensate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | compensates |
αόριστος | compensated |
παθητική μετοχή | compensated |
ενεργητική μετοχή | compensating |
Ρήμα
[επεξεργασία]compensate (en)
- (αμετάβατο) αντισταθμίζω, παρέχω κάτι καλό για να εξισορροπήσω ή να μειώσω τις κακές συνέπειες της ζημιάς, της απώλειας κτλ.
- ⮡ Nothing can compensate for the loss of health.
- Τίποτα δεν μπορεί ν' αντισταθμίσει το χάσιμο της υγείας.
- ≈ συνώνυμα: make up for
- ⮡ Nothing can compensate for the loss of health.
- (αμετάβατο) αντισταθμίζω, ενεργώ για να διορθώσω κάτι λάθος ή μη φυσιολογικό
- ⮡ Her beauty cannot compensate for her rudeness.
- Η ομορφιά της δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αγένεια της.
- ≈ συνώνυμα: make up for
- ⮡ Her beauty cannot compensate for her rudeness.
- (μεταβατικό) αποζημιώνω, πληρώνω χρήματα σε κάποιον επειδή έχει υποστεί κάποια ζημιά, απώλεια, τραυματισμό κτλ.
- ⮡ The company must compensate the employees it will fire.
- Η εταιρεία πρέπει να αποζημιώσει τους υπαλλήλους που θα απολύσει.
- ⮡ Who will compensate me for the theft?
- Ποιος θα με αποζημιώσει για την κλοπή;
- ⮡ The company must compensate the employees it will fire.