compito

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό compito compiti
θηλυκό compita compite
compito < λατινική computus

Επίθετο

[επεξεργασία]

compito (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

compito (it)

  1. εργασία
  2. κατ 'οίκον εργασία
  3. (Κυρίως στον πληθυντικό) δουλειές του σπιτιού