complémentaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- complémentaire < complément
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
complémentaire | complémentaires |
complémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη compléter