complémentaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

complémentaire < complément

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
complémentaire complémentaires

complémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. συμπληρωματικός
  2. πρόσθετος

Συγγενικά[επεξεργασία]