complexé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- complexé < complexe
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | complexé | complexés |
θηλυκό | complexée | complexées |
complexé (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη complexe