Μετάβαση στο περιεχόμενο

complexification

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
complexification complexifications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

complexification (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη complexe