complexification
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| complexification | complexifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]complexification (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη complexe
| ενικός | πληθυντικός |
| complexification | complexifications |
complexification (fr) θηλυκό