compliment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈkɒmpləmənt/ (βρετανικό)
- ομόηχο: complement (συμπλήρωμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compliment | compliments |
compliment (en)
- το κομπλιμέντο, η φιλοφρόνηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενεστώτας | compliment |
γ΄ ενικό ενεστώτα | compliments |
αόριστος | complimented |
παθητική μετοχή | complimented |
ενεργητική μετοχή | complimenting |
compliment (en)
- κάνω κομπλιμέντα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compliment | compliments |
compliment (fr) αρσενικό
- το κομπλιμέντο, η φιλοφρόνηση