complotisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
complotisme | complotismes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]complotisme (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) η συνωμοσιολογία
ενικός | πληθυντικός |
complotisme | complotismes |
complotisme (fr) αρσενικό