Μετάβαση στο περιεχόμενο

compono

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
compono < cum + pono < πρωτοϊταλική *poznō < po- +‎ sinō < *tḱi-né-ti < *tḱey- < *teḱ (γεννώ, γίνομαι γονιός)

compono (la)