Μετάβαση στο περιεχόμενο

compost

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
compost composts

compost (en)

ενεστώτας compost
γ΄ ενικό ενεστώτα composts
αόριστος composted
παθητική μετοχή composted
ενεργητική μετοχή composting

compost (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
compost < λείπει η ετυμολογία  δείτε τη λέξη compositus (λατινικά)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κομπόστ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

compost (fr) αρσενικό