compost
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compost (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
compost (en)
- μετατρέπω οργανικό υλικό σε κόμποστ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compost (fr) αρσενικό