compost
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
compost | composts |
compost (en)
- το κομπόστ
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | compost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | composts |
αόριστος | composted |
παθητική μετοχή | composted |
ενεργητική μετοχή | composting |
compost (en)
- κομποστοποιώ, μετατρέπω οργανικό υλικό σε κομπόστ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- compost < → λείπει η ετυμολογία → δείτε τη λέξη compositus (λατινικά)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κομπόστ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]compost (fr) αρσενικό
- το κομπόστ