composto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
composto (gl)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος compoñer
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος compór
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
composto (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | composto | composti |
θηλυκό | composta | composte |
composto (it)