composto
Εμφάνιση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]composto (gl)
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος gl
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος gl
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]composto (it)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | composto | composti |
θηλυκό | composta | composte |
composto (it)