comprehensively
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | comprehensively |
| συγκριτικός | more comprehensively |
| υπερθετικός | most comprehensively |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- comprehensively < comprehensive + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]comprehensively (en)
- απόλυτα
I comprehensively understand the problem.
- Καταλαβαίνω το πρόβλημα απόλυτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη comprehend