Μετάβαση στο περιεχόμενο

comprehensively

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός comprehensively
συγκριτικός more comprehensively
υπερθετικός most comprehensively

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
comprehensively < comprehensive + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

comprehensively (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]