comprendre
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- comprendre < λατινική comprehendere < cum (με) + prehendere (παίρνω, πιάνω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.pʁɑ̃dʁ/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]comprendre (fr)