comprimir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- comprimir <
Ρήμα[επεξεργασία]
comprimir (pt)
- συμπιέζω, συμπυκνώνω
- (παθητικό) στριμώχνομαι, συμπιέζομαι