Μετάβαση στο περιεχόμενο

compulsion

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
compulsion < λατινική compulsio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.pyl.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
compulsion compulsions

compulsion (fr) θηλυκό