compulsion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.pyl.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compulsion | compulsions |
compulsion (fr) θηλυκό