concatenate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kənˈkæt.ə.neɪt/
Ρήμα[επεξεργασία]
concatenate (en)
- συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω
- συνδέω σειραϊκά πράγματα, οντότητες, γεγονότα κτλ.
- (προγραμματισμός) ενώνω στη σειρά σειραϊκές (sequential) δομές δεδομένων (data structures)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) «Python Lists». Προσπέλαση 2020-03-24