concentré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό concentré concentrés
θηλυκό concentrée concentrées

concentré (fr)

  1. συγκεντρωμένος, προσηλωμένος
    reste concentré à ta tâche ! - μείνε προσηλωμένος στην εργασία σου!
     συνώνυμα: absorbé, attentif
     αντώνυμα: distrait
  2. πυκνός, συμπυκνωμένος
    du lait concentré - συμπυκνωμένο γάλα
     συνώνυμα: condensé, réduit
     αντώνυμα: dilué

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
concentré concentrés

concentré (fr) αρσενικό