concentrateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concentrateur | concentrateurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concentrateur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) ο συγκεντρωτής (hub)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη concentrer