concentration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concentration (en)
- συγκέντρωση
- concentration camp: στρατόπεδο συγκέντρωσης
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concentration (fr) θηλυκό
- συγκέντρωση
- camp de concentration: στρατόπεδο συγκέντρωσης
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη concentrer