Μετάβαση στο περιεχόμενο

concentrationnaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
concentrationnaire concentrationnaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

concentrationnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]