conciliateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
conciliateur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conciliateur (fr) αρσενικό (θηλυκό: conciliatrice)
conciliateur (fr)
conciliateur (fr) αρσενικό (θηλυκό: conciliatrice)