conciliation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conciliation (en)
- η συνδιαλλαγή, ο συμβιβασμός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conciliation (fr) θηλυκό
conciliation (en)
conciliation (fr) θηλυκό