concito

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

concito < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

concito (la) (concitō1, concitāvī, concitātum, concitāre)

  1. ξεσηκώνω
  2. παροτρύνω
  3. παρορμώ

Κλίση[επεξεργασία]