Μετάβαση στο περιεχόμενο

concomitance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
concomitance concomitances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concomitance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]