concrete
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | concrete |
συγκριτικός | conreter / more concrete |
υπερθετικός | concretest / most concrete |
concrete (en)
- συγκεκριμένος, κάτι που βασίζεται σε γεγονότα, όχι σε γενικές ιδέες ή εικασίες
- συγκεκριμένος, που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
concrete | concretes |
concrete (en)
- (οικοδομική) το σκυρόδεμα, το μπετόν
- ⮡ Concrete is a mixture of cement, sand, gravel, and water.
- Το μπετόν είναι μείγμα από τσιμέντο, άμμο, χαλίκια και νερό.
- ⮡ Concrete is a mixture of cement, sand, gravel, and water.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- concrete (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 830. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκεκριμένος