concrete mixer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
concrete mixer | concrete mixers |
concrete mixer (en)
- (οικοδομική) η μπετονιέρα
ενικός | πληθυντικός |
concrete mixer | concrete mixers |
concrete mixer (en)