concubine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concubine (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.bin/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concubine | concubines |
concubine (fr)
- η συγκάτοικος
- il est venu accompagné de sa concubine - ήρθε συνοδευόμενος από την συγκάτοικό του
- η παλλακίδα
- les concubines de l'empereur de Chine - οι παλλακίδες του αυτοκράτορα της Κίνας