condamné
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | condamné | condamnés |
θηλυκό | condamnée | condamnées |
condamné (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]condamné (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | condamné | condamnés |
θηλυκό | condamnée | condamnées |
condamné (fr)
condamné (fr) αρσενικό