condamné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | condamné | condamnés |
θηλυκό | condamnée | condamnées |
condamné (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
condamné (fr) αρσενικό