condamnation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.da.na.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
condamnation | condamnations |
condamnation (fr) θηλυκό
- η καταδίκη