condensé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | condensé | condensés |
θηλυκό | condensée | condensées |
Επίθετο[επεξεργασία]
condensé (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
condensé (fr) αρσενικό
- η επιτομή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη condenser